- παρακόβω
- 1. κόβω κάτι περισσότερο από όσο πρέπει2. (για εργαλείο κοπής) είμαι πάρα πολύ κοφτερός3. φρ. «τά παρακόβει τα ψέματα» — λέει πράγματα υπερβολικά, τά παραλέει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρακόβω — παράκοψα, παρακόπηκα, παρακομμένος 1. κόβω κάτι υπερβολικά: Παρακόπηκα και δε σταματά το αίμα. 2. λέω πολλά, φλυαρώ: Τα παρακόβεις μπροστά στους ξένους και δεν κάνεις καλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)